-
1 μέρα
η день;εργάσιμη μέρα — рабочий день;
μέρα αργίας — выходной день;
αυριανή (χτεσινή) μέρα — завтрашний (вчерашний) день;
κάθε μέρα — каждый день, ежедневно;
ολόκληρη μέρα — весь, целый день;
μετρημένες μέρ'ες — считанные дни;
έχω μέρες να σε δώ — я уже несколько дней тебя не видел; — я давно тебя не видел;
έκανα δυό μέρες να... — мне потребовалось два дня, чтобы...;
στο τέλος της μέρας — в конце дня, на исходе дня;
§ καλή μέρα (тж. καλημέρα)! — добрый день!;
μέρα -νύχτα — день и ночь, денно и нощно;
μέρα μεσημέρι — среди бела дня;
μιά ωρρία μέρα — в один прекрасный день;
μέρα με τη μέρα — с каждым днём, постепенно, со временем;
μέρα παρά μέρα — через день;
λίγες μέρες πρίν — несколько дней тому назад;
σε λίγες μέρες — через несколько дней;
αυτές τίς μέρες — а) на 'днях; — б) в эти дни;
από μέρα σε μέρα — а) изо дня в день; — б) со дня на день;
όσο περνάν οι μέρες — день ото дня;
η μιά μέρα μετά την άλλη — день за днём;
την άλλη μέρα — на другой, на следующий день;
την μέρα — днём;
είναι η μέρα μου — моя очередь, мой черёд;
σώθηκαν οι μέρες του — его дни сочтены;
η καλή μέρα απ' το πρωί φαίνεται — погов, хороший день утром красен; — какое утро, такой и день (удачный или неудачный)
-
2 Μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη, τρεις και την κακή του μέρα
Μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη, τρεις και την κακή του μέρα– Ο κλέφτης και ο ψεύτης τον πρώτο χρόνο χαίρονται• Как веревочка не вейся, а конец будет• Сколько вору ни воровать, а тюрьмы не миноватьИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη, τρεις και την κακή του μέρα
-
3 Μια του φίλου, δυό του φίλου, τρεις και την κακή του μέρα
Μια του φίλου, δυό του φίλου, τρεις και την κακή του μέρα ( την κακή ψυχρή του)Раз по-дружески, два по-дружески, а в третий раз могут уже и не помочь• Не надо злоупотреблять дружеским отношением• Надоедливость может вывести из терпенияИсточник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Μια του φίλου, δυό του φίλου, τρεις και την κακή του μέρα
-
4 Μια του φίλου, δυό του φίλου, τρεις και την κακή ψυχρή του
Μια του φίλου, δυό του φίλου, τρεις και την κακή του μέρα ( την κακή ψυχρή του)Раз по-дружески, два по-дружески, а в третий раз могут уже и не помочь• Не надо злоупотреблять дружеским отношением• Надоедливость может вывести из терпенияИсточник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Μια του φίλου, δυό του φίλου, τρεις και την κακή ψυχρή του
-
5 Μια του κλέφτη, δυό του κλέφτη, τρεις και την κακή του μέρα
Раз повезло вору, два повезло вору, а в третий раз наступил его чёрный день• Раз на раз не приходится• Не надо искушать судьбуИсточник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Μια του κλέφτη, δυό του κλέφτη, τρεις και την κακή του μέρα
-
6 Για να παινεύεις μια ωραία μέρα, περίμενε το τέλος της
– Για να παινεύεις μια ωραία μέρα, περίμενε το τέλος της– Μηδένα προ του τέλους μακάριζε• Не хвали день до вечераИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Για να παινεύεις μια ωραία μέρα, περίμενε το τέλος της
-
7 πρόθ.
με γεν., αιτιατ. до, перед; раньше;πρόθ. την συγκέντρωση — до собрания, перед собранием;
πρόθ. δέκα χρόνια — десять лет тому назад;
μιά στάση πρόθ. το τέρμα — предпоследняя остановка (транспорта);
πρόθ. της ώρας τού ΰπνου — до сна;
πρόθ. του πολέμου — до войны;
πρόθ. την ώρα — или πρόθ. της ώρας — раньше времени, прежде времени; — преждевременно;
πρόθ. από... — до..., перед...;
μιά μέρα πρόθ. από... — за день до...;
πρόθ. από πολλά χρόνια — много лет тому назад;
πρόθ. από την αυγή — до зари;
πρόθ. από σένα — раньше тебя;
πρόθ. απ' όλα — прежде всего;
4. (о, η, τό) предыдущее; прежнее; прошлое;μην κοιτάζεις τα πρόθ. — не смотри на прежнее;
τον πρόθ. το μήνα είχαμε τον τρύγο — в прошлом месяце у нас был сбор винограда;
από τα πρόθ. — предварительно, заранее
-
8 λογαριάζω
1. μετ.1) считать, подсчитывать, вычислять; 2) торг, калькулировать; 3) считаться (с кем-чем-л.); принимать в расчёт, во внимание (кого-что-л.);δεν λογαριάζω τίποτε — не считаться ни с чем;
δεν λογαριάζω κανένα — не считаться ни с кем;
εσένα κανένας δε σε λογαριάζει — никто тебя не уважает; — никто с тобой не считается;
2. αμετ. думать, намереваться, рассчитывать;§ λογαριάζω με το νού μου — раскидывать умом, размытлять;
1) — производить расчёт; — рассчитаться, расквитаться (тж. перен.);λογαριάζομαι
θα λογαριαστούμε μιά μέρα когда-нибудь рассчитаемся;2) числиться, считаться, слыть (кем-чём-л.); 3) пользоваться уважением, авторитетом;§ αυτό δεν λογαριάζεται — это не в счёт, это не считается
-
9 Ο κλέφτης και ο ψεύτης τον πρώτο χρόνο χαίρονται
Μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη, τρεις και την κακή του μέρα– Ο κλέφτης και ο ψεύτης τον πρώτο χρόνο χαίρονται• Как веревочка не вейся, а конец будет• Сколько вору ни воровать, а тюрьмы не миноватьИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Ο κλέφτης και ο ψεύτης τον πρώτο χρόνο χαίρονται
-
10 νύχτα
1. η1) ночь;λευκές νύχτες — белые ночи;
εφιαλτική νύχτα — кошмарная ночь;
όλη τη νύχτα — всю ночь напролёт;
τη νύχτ — ночью;
καλή νύχτ! — спокойной ночи!;
2) темнота;§ σαν η μέρα από τη νύχτα — как день и ночь (различаться между собой);
νύχτα καί μέρα — ночью и днём, всё время;
2. επίρρ. ночью;μιά ώρα νύχτα — час ночи;
νύχτμέρα — или μέρανύχτα — день и ночь, денно и нощно;
κάνει τη νύχτα -μέρα — он работает день и ночь;
§ της νύχτας τα καμώματα τα βλέπει η μέρα και γελά — погов, утро вечера мудренее
-
11 χαρά
η1) радость; веселье;είμαι τρελλός από χαρά — не помнить себя от радости;
2) свадьба;κάνω χαρά — справлять свадьбу;
καί στίς χαρές σας! — за вашу скорую свадьбу!;
§ μιά χαρά — превосходно, прекрасно;
φαίνομαι (είμαι) μιά χαρά — выглядеть (чувствовать) себя прекрасно;
χαρά στο πράμα — пустяки;
χαρά σ' εμάς — мы счастливы;
(η)μέρα (είναι) χαρά Θεού — чудесный день;
με γεια σου με χαρά σου! — на здоровье!
-
12 δουλειά
η1) работа (в разн. знач); труд; дело;παστρική δουλειά (тж. ирон.) — чистая работа;
έχω δουλειά — а) работать; — быть занятым; — б) у меня дела; — я занят;
είμαι χωρίς δουλειά — быть безработным;
πιάνω δουλειά — поступить на работу;
απολύω απ' την δουλειά — уволить с работы;
δεν αδειάζω από τη δουλειά — быть всегда занятым;
σκοτώνομαι μέρα νύχτα στη δουλειά — день и ночь маяться на работе;
δουλειά με το κομμάτι — сдельная работа, сдельщина;
ζω απ' τη δουλειά μου — жить своим трудом;
αρχίζω την δουλειά — взяться за работу;
καταπιάνομαι με τη δουλειά — приниматься за дело;
εΤμαι (είναι) πνιγμένος στήδουλειά — у меня (у него) дел по горло;
είμαι μάστορας στη δουλειά μου — быть мистером своего дела;
τί δουλειά κάνεις; — чем ты занимаешься?; — где ты работаешь?;
πήγε γιά δουλειά — он пошёл по делам;
τό έχει ( — или τό έκαμε) δουλειά του να... — он только и знает, что..., его основное занятие...;
τέλειωσε η δουλειά — а) дело сделано; — б) работа кончилась;
2) дела, состояние дел;πώς πάνε οι δουλειές; — как ваши дела?;
δεν πάει καλά η δουλει μου — дела мой идут плохо;
η δουλειά μου πάει κατά διαβόλου — дела идут скверно;
3) хлопоты, заботы, беспокойство;αυτός μού σκάρωσε μιά άσχημη δουλειά — он мне подложил свинью;
θα 'χουμε δουλειές με... — будет нам хлопот с...;
4) дело, предмет заботы;αυτό δεν είναι δουλειά σου — это не твоё дело;
κάμε ( — или κοίτα) την δουλειά σου — занимайся своим делом;
αυτό δεν κάνει γιά τη δουλειά αυτή — это не годится, не подходит для этой цели;
είναι δική μου δουλειά — это моё личное дело;
§ άνθρωπος της δουλειάς — а) деловой человек; — б) труженик, работяга;
λάσπη η δουλειά μας — наше дело дрянь;
δουλειές με φούντες — гиблое дело;
βρίσκομαι σε δουλειά — во всё вмешиваться;
εκαμε τη δουλειά του — он добился своего;
χειρωνακτική δουλειά — чёрная работа;
ωραία δουλει! — хорошенькое дело!;
τί δουλειά εχεις εδώ; — что тебе здесь нужно?;
η κάθε δουλειά θέλει το μάστορα της — посл, дело мастера боится
-
13 Μηδένα προ του τέλους μακάριζε
– Για να παινεύεις μια ωραία μέρα, περίμενε το τέλος της– Μηδένα προ του τέλους μακάριζε• Не хвали день до вечераИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Μηδένα προ του τέλους μακάριζε
-
14 Μην παινεύεις την αρχή σαν δεν είδες το τέλος
– Για να παινεύεις μια ωραία μέρα, περίμενε το τέλος της– Μηδένα προ του τέλους μακάριζε• Не хвали день до вечераИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Μην παινεύεις την αρχή σαν δεν είδες το τέλος
См. также в других словарях:
μία — και μια, μιας, θηλ. του αριθμ. ένας: Τη συνάντησα μια μέρα τυχαία στο δρόμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
(η)μέρα — η 1. το χρονικό διάστημα από την ανατολή του ήλιου ως τη δύση του: Η ημέρα το καλοκαίρι διαρκεί περισσότερο από ό,τι το χειμώνα. 2. ο χρόνος που χρειάζεται η Γη να κάνει μια περιστροφή γύρω από τον άξονά της, το εικοσιτετράωρο: Το ταξίδι κράτησε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ζεν — Μία από τις πολυάριθμες βουδιστικές αιρέσεις, που στηρίζεται στην πεποίθηση ότι η αυτοσυγκέντρωση αποτελεί τη βασική πηγή του εσωτερικού φωτισμού. Πρόκειται για ιαπωνική λέξη, που προέρχεται από την κινεζική τσαν, που με τη σειρά της προέρχεται… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek
Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
ημερήσιος — Ο καθημερινός, αυτός που διαρκεί μία ημέρα.η. διάταξη. Το σύνολο των ζητημάτων που πρόκειται να συζητηθούν από ένα σώμα, ιδιαίτερα νομοθετικό, μία ορισμένη ημέρα. η. κίνηση του ουρανού.Η περιστροφή της ουράνιας σφαίρας μέσα σε 24 ώρες ή… … Dictionary of Greek
Ελβετία — Επίσημη ονομασία: Ελβετική Συνομοσπονδία Έκταση: 41.285 τ. χλμ Πληθυσμός: 7.258.900 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Βέρνη (122.500 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με τη Γαλλία, Β με τη Γερμανία, Α με την Αυστρία και το Λιχτενστάιν… … Dictionary of Greek
μεριά — και μερέα και μερά, η (Μ μερέα και μερεά και μεριά και μερία και μερά) 1. τόπος, θέση, μέρος («κάτσε επιτέλους σε μια μεριά») 2. τοποθεσία, τοπική περιοχή («η ανατολική μεριά τού δάσους») 3. κατεύθυνση 4. πλευρά, όψη, καθεμιά από τις πλευρές ή… … Dictionary of Greek
μονοήμερος — και μονήμερος, η, ο (ΑΜ μονοήμερος και μονήμερος, ον) αυτός που διαρκεί μία ημέρα ή αυτός που ζει μία ημέρα μσν. (για τόπο) αυτός που βρίσκεται σε απόσταση μιας ημέρας αρχ. 1. αυτός που απαιτεί μία μέρα 2. αυτός που παραμένει για μία ημέρα 3.… … Dictionary of Greek